Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

ΠΟΙΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΤΡΕΙΣ ΜΗΝΕΣ ΤΟΥ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Βρισκόμαστε στη μέση του φθινοπώρου και παρά το ότι οι ημέρες με τον ήλιο τους θυμίζουν καλοκαιράκι, δε θ’ αργήσει η ώρα που το κρύο και οι βροχές θα μας μηνύσουν ότι βρισκόμαστε προ των πυλών του χειμώνα. Ας απολαύσουμε λοιπόν το υπόλοιπο του φθινοπώρου με συνοδοιπόρο την ποίηση από την πένα αγαπημένων δημιουργών. Ακολουθούν έξι ποιήματα για τους μήνες του φθινοπώρου. (Δύο για κάθε μήνα)



Ανδρέας Εμπειρίκος: «Αρχάγγελος τον Σεπτέμβριον βοά μέσα στην πλάση»

 

“Τις μέρες τις γλυκιές του Σεπτεμβρίου, όταν δεν έχει ακόμη βρέξει και είναι το άκουσμα των ήχων πιο αραιό και η γεύσις των ωρών και από του θέρους πιο πυκνή, όταν στους κήπους σκάνε τα ρόδια, και πάλλονται υψιτενείς οι στήμονες των λουλουδιών, και σφύζουν στις πορφύρες των φλεγόμενοι οι ιβίσκοι, όλοι σαν υπερβέβαιοι γαμβροί που στων νυμφών κτυπούν τις θύρες, τότε, σαν να ‘ναι πάντα καλοκαίρι (γιατί όποια κι αν είναι η εποχή, ο πόθος είναι πάντα θέρος) αναγαλλιάζουν οι ψυχές, και ο Έρωτας, ο πιο ξανθός αρχάγγελος του Παραδείσου, βοά και λέγει στο κάθε που άγγιξε
κορμί: Τα ρούχα πέτα, γδύσου.
Τίποτε μη φοβάσαι.
 Έαρ, χειμώνας, θέρος όπου κι αν είσαι είναι η ρομφαία μου μαζί σου.”

Κική Δημουλά, απόσπασμα  από το ποίημα «Λυόμενο»)

 

“… Γύρισε κι ο Σεπτέμβρης από τις διακοπές.
Τελευταίος. Με το τελευταίο δρομολόγιο
του κατάφορτου Αυγούστου: τσουμπλέκια
ποδήλατα ψησταριές ψυγεία ονόματα
ξεφούσκωτα κυμάτων αφρολέξ, κελαρύσματα
ορεινών χωριών δεμένα σε πτυσσόμενα πλατάνια.
Και πολλά δέρματα. Τέλεια κατεργασμένα
στον ήλιο. Για εξαγωγή.
Μερικοί ξέχασαν τελείως να γυρίσουν.
Οψόμεθα…”


Οκτώβριος (Μίλτος Σαχτούρης)



Στο ταβάνι σχήματα τριαντάφυλλα
και σχήματα αράχνη
τα φώτα κίτρινα θαμπά σκοτεινά
μεγάλα ψάρια στους πράσινους βαθιούς τοίχους
καρφωμένα
αίμα
τρύπιες κουβέρτες και σπασμένα τζάμια
η βροχή
και ξάφνου μέσα στα χέρια μου τα μαλλιά της
το σώμα της και τ’ ανοιχτό στόμα της
μακριά βαθιά πάνω στο βουνό
Το μυαλό μου κουρασμένο
κι ο αγέρας διάφανος σαν κρύσταλλο
ρολόγια πέφτουν ολοένα και
σπάζουν πάνω στο πλακόστρωτο
σήμερα ο αγέρας δυνάμωσε ακόμη
απ’ το παράθυρο βγήκε ένα χέρι
μέσ’ στον καθρέτη φάνηκε έν’ άλλο χέρι
έδερναν τα μεσάνυχτα
μακριά ακουγόταν ένα βογγητό
Όλα όσα βλέπω
τα παράξενα όνειρα μου θυμίζουν εσένα
η νύχτα θυμίζει εσένα
ένα μικρό παιδί που κλαίει μου θυμίζει εσένα
κι ο τάφος μου θυμίζει εσένα
όλες οι φωτογραφίες, όλα τα χρώματα
όλα μου θυμίζουν εσένα
και όλα τα αγαπώ για σένα

Ανδρέας Εμπειρίκος: « Οκτάνα» (απόσπασμα)

 
«…Τώρα που τέλειωσε το καλοκαίρι, τώρα που μπαίνει ο μην Οκτώβρης, σαν αυτοκράτωρ με πορφύρα, και πέφτουν οι βροχές του φθινοπώρου, και αναπνέω τις μυρουδιές της μουσκεμένης γης, σκεπτόμενος…»


Αντόνιο Κολίνας, «Νοέμβρης στην Αγγλία»

 

Ξέρω ότι είναι Νοέμβρης τώρα εκεί στην Αγγλία,
γαλάζιες ειν’ οι νύχτες και γεμάτες αστέρια,
παράξενο αφού κιόλας σωριάζεται το χιόνι
στα βουνά της Σκωτίας, η φωτιά καίει παμφάγα
του πουρναριού τις κλάρες, γυμνά κλαριά σουρώνουν
τον ήλιο που φιλτράρει τις θλιμμένες κουρτίνες κι απιθώνει
το παλιό του χρυσάφι στους τόμους της βιβλιοθήκης,
μπορείς να δεις ακόμα στου λιβαδιού το βάθος,
με το πούσι, των χειμαδιών τα φώτα,
ειν’ η πιο αγνή εποχή, δεν την διαφθείρουν
η τέχνη ή τα φιλιά κι υπάρχει μόνο
μια άπειρη προσδοκία χωρίς πουλιά,
μια σιωπή από φεγγάρια και κατάκρυους ήλιους
που μολαταύτα λένε στην καρδιά που άλλους τόπους
‘νειρεύεται: άκουσέ μας, εδώ τελειώνει ο κόσμος,
του σεβασμού αποθέωση ταπεινή και των ρόδων,
μην κατέβεις στη θάλασσα που υγρή κι όλο σκοτάδια
το θάνατο φιλεύει.


Οκτάβιο Παζ, «Μετ’ επιστροφής»



“Λασπωμένος Νοέμβρης,
πέτρες λερές και οστά που μαυρίσαν
απροσδιόριστα χτίρια.

Από καμάρες πέρασα και γέφυρες διαβήκα,
ήμουν γεμάτος ζωή και αυτήν εζητούσα.

Στη σάλα της σελήνης
αιμορραγεί το φως. Άνθρωποι ψάρια
ανταλλάσσουν ψυχρούς στοχασμούς.

Ήμουν ζωή γεμάτος και αντίκρισα
φαντάσματα πολλά,
όλα με σάρκες και οστά κι άπληστα όλα.

Πύργος τοπάζι και αίμα,
μαύρες πλεξούδες και στήθη κεχριμπάρι,
η υπόγεια δέσποινα.

Τίγρη, δαμάλα, χταπόδι, φλογισμένος κισσός:
μου έκαψε τα κόκαλα μου ρούφηξε το αίμα.

Κρεβάτι, πλανήτης πεθαμένος
οφθαλμαπάτη η νύχτα και το σώμα,
κι η δέσποινα, μία στήλη από αλάτι.

Να φας το λείψανό μου, ήλιε του οροπεδίου:
ήμουνα ζωντανός και πήγαινα το θάνατο γυρεύοντας.”


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου